τελάλισμα

τελάλισμα
το, -ατος
και ντελάλισμα, το -ατος, διαλάληση, δημόσια διακήρυξη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τελάλισμα — το, Ν [τελαλώ] τελαλητό …   Dictionary of Greek

  • προκήρυξη — η / προκήρυξις, ύξεως, ΝΑ [προκηρύσσω] διακήρυξη, γνωστοποίηση μέσω κήρυκα, διαλάλημα, τελάλισμα νεοελλ. 1. επίσημη δημόσια προαναγγελία που αναφέρεται σε μελλοντική ενέργεια (α. «προκήρυξη δημοπρασίας» β. «προκήρυξη διαγωνισμού») 2. έντυπη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”